Σε ηλικία δέκα έξι ετών αναχώρησε από την Κέρκυρα για τη Ρώμη και ένα χρόνο αργότερα για το Παρίσι. Εκεί πραγματοποίησε σπουδές ζωγραφικής και χαρακτικής στις ακαδημίες Grande Chaumiere και Julian. Το 1908 επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη θητεία του, την επόμενη χρονιά έλαβε μέρος στην έκθεση της “Ομάδας Νέων” στο Ζάππειο, και στη συνέχεια επέστρεψε, μέσω Μονάχου, στο Παρίσι. Στα 1912 – 1913 πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους και η ελληνική κυβέρνηση τον όρισε, μαζί με το ζωγράφο Νικόλαο Ανδρούτσο και το γλύπτη Κωνσταντίνο Δημητριάδη, εκπρόσωπο στο Συνέδριο των Καλλιτεχνών στο Παρίσι. Το 1914, ενώ είχε ήδη επιστρέψει στη Γαλλία, παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση ζωγραφικής στην Αθήνα, στην αίθουσα του “Παρνασσού”. Πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ελλάδα και το 1918 παρουσίασε σειρά σκηνών από το μέτωπο της Βορείου Ηπείρου. Καθοριστική για τη συστηματική ενασχόλησή του με τη χαρακτική στάθηκε η γνωριμία του με το χαράκτη Andre Dunoyer de Segonzac το 1921. Στο Παρίσι παρέμεινε ουσιαστικά έως το 1933, παρουσιάζοντας ατομικές εκθέσεις και μετέχοντας, κυρίως με ζωγραφικά έργα, σε ομαδικές εκθέσεις τόσο στη Γαλλία, όπου το 1925 τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο στην παρισινή Έκθεση Διακοσμητικών Τεχνών, όσο και στην Ελλάδα. Την έκδοση του πρώτου του λευκώματος το 1922 με δώδεκα απόψεις από τις μονές του Αγίου Όρους προλόγισε ο Charles Diehl, ενώ, έως το 1939, κυκλοφόρησαν από μεγάλους παρισινούς εκδοτικούς οίκους αρκετά ακόμη λευκώματα. Το 1985 οργανώθηκε στην γκαλερί “Υάκινθος” αναδρομική έκθεση ζωγραφικών και χαρακτικών του έργων.

Καλλιτέχνης με πλούσιο χαρακτικό έργο, θεωρείται ο θεμελιωτής της οξυγραφίας στην Ελλάδα. Τον απασχόλησε ιδιαίτερα η τοπιογραφία, τόσο στη ζωγραφική όσο και στα χαρακτικά του έργα, που διακρίνονται για την κλασικιστική αντίληψη, τη λεπτότητα της γραμμής και τη συνθετική καθαρότητα, παρουσιάζοντας συγγένειες με την ειδυλλιακή γαλλική τοπιογραφία του 18ου και 19ου αιώνα.

Μοιραστείτε: