Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές μαθήτευσε κοντά στον αγιογράφο Γ. Σαραφιανό. Το 1923 ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τους Γεώργιο Ιακωβίδη, Δημήτριο Γερανιώτη, Παύλο Μαθιόπουλο και Νικόλαο Λύτρα. Αποφοίτησε το 1929 και τον επόμενο χρόνο πήγε στο Παρίσι, όπου έμεινε ως το 1932, παρακολουθώντας μαθήματα κοντά στους P. Le Doux και H. Morisset. Παράλληλα έκανε αντίγραφα στο Λούβρο και ταξίδεψε στο Βέλγιο για να μελετήσει τη φλαμανδική ζωγραφική.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνδέθηκε με τον κύκλο των “Νέων Πρωτοπόρων”, ενώ το 1934 συμμετείχε στην ίδρυση της ομάδας “Ελεύθεροι Καλλιτέχνες”. Το 1935 πήγε και πάλι στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών και στις ακαδημίες Colarossi και Grande Chaumiere και το 1937 έγινε μέλος της ομάδας “Paris-Montparnasse”. To 1939 επέστρεψε στην Ελλάδα και δύο χρόνια αργότερα διορίστηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου εργάστηκε ως το 1969. Το 1960 φιλοτέχνησε στο Μουσείο μια μεγάλη τοιχογραφία με θέμα την αρχαία ελληνική κεραμεική. Στη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην Αντίσταση, ενώ το 1944 πρωτοστάτησε στην κίνηση για την ίδρυση του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου. Το 1949 ίδρυσε, μαζί με άλλους συναδέλφους του, την ομάδα “Οι Ακραίοι”, που για πρώτη φορά παρουσίασε έργα ανεικονικής τέχνης στην Ελλάδα.

Έχοντας ξεκινήσει την εκθεσιακή του δραστηριότητα από ένα καφενείο της Λαμίας το 1923, παρουσίασε το έργο του σε ατομικές, Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι συμμετοχές στις Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1953, 1955 (στην οποία τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο) και 1957, της Αλεξάνδρειας το 1959 και της Βενετίας το 1960. Το 1976 οργανώθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη, την οποία ακολούθησαν άλλες αναδρομικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Το 1950 το ελληνικό τμήμα της AICA τον πρότεινε για το βραβείο Guggenheim, ενώ το 1973 του απενεμήθη το Α΄ Κρατικό Βραβείο, το οποίο όμως αρνήθηκε να παραλάβει σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Άνθρωπος με ποικίλα ενδιαφέροντα, ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων και περιοδικών, έκανε διαλέξεις και εξέδωσε τα βιβλία “Η σημερινή ζωγραφική” (1951), “Εγκώμιον της Σιωπής” (1970), “Αισθητικά δοκίμια” (1971) και “Η πνευματική ευθύνη” (1973), που περιλαμβάνουν κείμενα σχετικά με θέματα τέχνης. Μετά το θάνατό του, με δωρεά της γυναίκας του, το σπίτι του στην Αγία Παρασκευή λειτουργεί ως Βιβλιοθήκη Αλέκου Κοντόπουλου, ενώ στη Δημοτική Πινακοθήκη Λαμίας στεγάζεται η Πινακοθήκη Αλέκου Κοντόπουλου.

Πιστός στη ρεαλιστική απεικόνιση αρχικά και αδιάφορος στις αφηρημένες τάσεις που γνώρισε στη γαλλική πρωτεύουσα, ζωγράφισε τοπία, προσωπογραφίες και γυμνά, καθώς και συνθέσεις που χαρακτηρίζονται από μία διάθεση κοινωνικής κριτικής. Από το 1947 όμως και κυρίως τη δεκαετία του ’50, στράφηκε στην ανεικονική ζωγραφική, της οποίας υπήρξε πρωτοπόρος, συντελώντας αποφασιστικά στη διάδοση της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα.

Μοιραστείτε: